- καταπήξ
- καταπήξ, -ῆγος, ὁ (AM, Μ και κατάπηξ, -ηγος, ὁ, ἡ)μσν.1. εγκέντρισμα, μπόλι2. ως επίθ. μπηγμένος στο έδαφοςαρχ.1. πάσσαλος, παλούκι μπηγμένο στη γη2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῑς ὕδασι ξύλα, ἐφ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῡ ρεύματος καθιέμενα»3. είδος σιδερένιου σύρτη ή μοχλού πύλης («πύλη μοχλοῑς σιδηροδέτοις καταπῆγας ἔχουσα βαθυτάτους», Ησύχ.)4. στρ. θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. κρυσταλλο-πήξ. Ως επίθ. εμφανίζει αναβιβασμό τού τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.